- αγαμία
- ηο άγαμος βίος: Η αγαμία είναι υποχρεωτική για τους καλόγερους και τις καλόγριες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγαμία — ἀγαμίᾱ , ἀγαμία single estate fem nom/voc/acc dual ἀγαμίᾱ , ἀγαμία single estate fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαμίᾳ — ἀγαμίαι , ἀγαμία single estate fem nom/voc pl ἀγαμίᾱͅ , ἀγαμία single estate fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
ἀγαμίας — ἀγαμίᾱς , ἀγαμία single estate fem acc pl ἀγαμίᾱς , ἀγαμία single estate fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαμίαν — ἀγαμίᾱν , ἀγαμία single estate fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαμίου — ἀγαμία single estate masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безбрачьствиѥ — БЕЗБРАЧЬСТВИ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что безбрачьѥ: иже въ немощи сила, иже въ безбрачьствиѥ, иже лоучьши ѡ(т) плъти приходима ѡ(т) б҃а рожена (ἐν ἀγαμίᾳ) ΓΑ XIII XIV, 269г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неженениѥ — НЕЖЕНЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Безбрачие: възаконихомъ жены съ мѹжежены не жити. нъ почьти канонъ изнесеныи от ст҃ыихъ оц҃ь нашихъ. въ съборѣ никѣискѣмь иже ˫авѣ отъвьрже. съ чюжими не быти. неженѥнии [вм. неженениѥ] ѥже въ семь имать чистоѥ (ἀγαμία) КЕ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неженитва — НЕЖЕНИТВ|А (2*), Ы с. Безбрачие: мълчаниѥмь мьнѧтьсѧ приимати. неженитвѹ обаче и на тѣхъ оно мьню съказати. (τὴν ἀγαμίαν) КЕ XII, 187б; и пода˫а в правду бра(к) и неженитву. і҃с са(м) ѿ д҃вы ража˫асѧ. (ἀγαμίᾳ) ГБ XIV, 94а. Ср. женитва … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγνεία — Η σωφροσύνη, η αγνότητα, η απόλυτη τήρηση των ηθικών αρχών, αλλά και η αποχή από κάθε σαρκική ή τροφική απόλαυση. * * * η (Α ἁγνεία) [ἀγνεύω] καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία μσν. αγαμία αρχ. 1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων 2. στον… … Dictionary of Greek